- στύλος
- Πεδινός οικισμός (296 κάτ., υψόμ. 40 μ.), στην επαρχία Αποκορώνου του νομού Χανίων. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (11 τ. χλμ., 448 κάτ.), στην οποία ανήκουν και άλλοι τρεις μικρότεροι οικισμοί, το Πρόβαρμα (72 κάτ., υψόμ. 100 μ.), ο Σαμωνάς (54 κάτ., υψόμ. 390 μ.) και το Φαράγγι (26 κάτ., υψόμ. 40 μ.).
* * *ο / στῡλος, ΝΜΑ1. κάθε επίμηκες στερεό σώμα που χρησιμεύει κυρίως για την υποστήριξη στέγης ή τη στερέωση ενός αντικειμένου, στήλη, κίονας, κολόνα2. μτφ. σταθερός προστάτης, ισχυρό έρεισμα (α. «ο πατέρας είναι ο στύλος τής οικογένειας» β. «στῡλοι οἴκων... εἰσὶ παῑδες ἄρσενες», Ευρ.)νεοελλ.1. βοτ. λεπτό σωληνόμορφο τμήμα τού υπέρου, τού γυναικείου οργάνου τού άνθους, το οποίο συνδέει το στίγμα, δηλαδή το τμήμα τού υπέρου που δέχεται τη γύρη, με την ωοθήκη2. ανατ. ονομασία διαφόρων ανατομικών σχηματισμών λόγω τής ομοιότητας τού σχήματός τους με το παραπάνω σώμα3. βιολ. εξέχον και λεπτό τμήμα ορισμένων οργάνων σε διάφορα ζώααρχ.1. στήλη, συνήθως ξύλινη, που δεν χρησιμοποιείται για στήριξη ενός μόνο αντικειμένου, κάθε είδους στήλη («στῡλος ἐν πρῴραις στρογγύλος εἰστήκει», Πολ.)2. μυτερό μεταλλικό ή κοκάλινο αντικείμενο με το οποίο έγραφαν σε κηρωτή πινακίδα.[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. στ-ῦ-λος έχει σχηματιστεί από τη μηδενισμένη βαθμίδα στ- τής ρίζας τού ἵστημι* με παρέκταση -u/F- (που εδώ εμφανίζεται με τη φωνηεντική του μορφή -ῡ- και μάλιστα μακρό αναφορικά προς το -ῠ- τής λ. σταυρός, βλ. και λ. σταυρός, στοά, στύω) και επίθημα -λο-ς (πρβλ. στήλη, σκῦ-λο-ν). Η λ. στῦλος μπορεί να συνδεθεί με τα: αρχ. ινδ. sthūnā, αβεστ. stūna- «στύλος», τα οποία εμφανίζουν επίθημα σε -η- αντί -l-. Η λ., τέλος, χρησιμοποιήθηκε στη μεταγενέστερη Ελληνική με τη σημ. «αιχμηρό αντικείμενο με το οποίο έγραφαν σε κηρωτή πινακίδα», η οποία προήλθε από τον λατ. τ. stilus (βλ. και λ. στυλ).ΠΑΡ. στυλίδα(-ίς), στυλίδιο(ν), στυλίσκος, στυλίτης, στυλώ(-νω)αρχ.στυλάριον, στύλιοναρχ.-μσν.στυλίζω.ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) στυλοβάτης, στυλοειδήςαρχ.στυλογλύφος, στυλοπαραστάς, στυλοπινάκιον, στυλοποιόςαρχ.-μσν.στυλοπύρνεοελλ.στυλογραφία, στυλογράφος, στυλοκέφαλο, στυλόλιθος, στυλοπάτι, στυλοφόρος, στύλωψ. (Β' συνθετικό) αμφιπρόστυλος, αραιόστυλος, άστυλος, δεκάστυλος, διάστυλος, εξάστυλος, εύστυλος, οκτάστυλος, περίστυλος, πολύστυλος, πρόστυλος, πυκνόστυλος, σύστυλος, τετράστυλος, υπόστυλοςαρχ.αυτόστυλος, δωδεκάστυλος, εκατοντάστυλος / εκατόστυλοςνεοελλ.δίστυλος, εξώστυλος, μακρόστυλος, μονόστυλος, ομόστυλος, ορθόστυλος, τρίστυλος].
Dictionary of Greek. 2013.